- δωδεκάκρουνος
- δωδεκάκρουνος, -ον (Α)(για πηγή) με δώδεκα κρουνούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δωδεκάκρουνος — with twelve springs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάκρουνον — δωδεκάκρουνος with twelve springs masc/fem acc sg δωδεκάκρουνος with twelve springs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АТТИКА — • Attĭca, ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму … Реальный словарь классических древностей